- παραιτήσηι
- παραίτησιςsupplicationfem dat sg (epic)παραιτήσῃ , παραιτέομαιbeg ofaor subj mp 2nd sgπαραιτήσῃ , παραιτέομαιbeg offut ind mp 2nd sgπαραιτήσῃ , παραιτέομαιbeg ofaor subj mid 2nd sgπαραιτήσῃ , παραιτέομαιbeg ofaor subj act 3rd sgπαραιτήσῃ , παραιτέομαιbeg offut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.